- σακελίζω
- και σακκελίζω ΝΜΑ [σακ(κ)ελ(λ)ιον]στραγγίζω, σουρώνωνεοελλ.(κυρίως) στραγγίζω τα μακαρόνια ή άλλα ζυμαρικά στο σουρωτήρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακελίζω — pres subj act 1st sg σακελίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακελίζομεν — σακελίζω pres ind act 1st pl σακελίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακέλισμα — τὸ, ΜΑ [σακελίζω] ηθμός, στραγγιστήρι … Dictionary of Greek
σακελιστήριον — τὸ, Μ ηθμός, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακελίζω «στραγγίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
σακκελίζω — ΝΜΑ βλ. σακελίζω … Dictionary of Greek